Η σχολική περίοδος είναι μια κρίσιμη φάση στη ζωή του ατόμου. Το μικρό παιδί αφήνει για πρώτη φορά το προστατευτικό περιβάλλον του σπιτιού, τη συνεχή προστασία της μητέρας-τροφού, την ανέμελη ζωή χωρίς καθήκοντα. Στο σχολείο όταν πρωτομπαίνει συναντά νέα πρόσωπα, νέα παιδιά που δεν γνώριζε ως τώρα, και νέους κανόνες με νέα πρόσωπα τους δασκάλους, τους οποίους πρέπει να υπακούσει. Όλα τα παιδιά δεν είναι προετοιμασμένα για τον ανταγωνισμό ο οποίος προκύπτει στη νέα ομάδα, όπως άλλα δεν είναι εφοδιασμένα από τη φύση, είτε γιατί πολλές φορές είναι σωματικά αδύναμα ν’ αντεπεξέλθουν στα παιχνίδια.

Σε πολλά παιδιά παρατηρείται το φαινόμενο της σχολικής άρνησης, δηλ. της απροθυμίας του παιδιού να πάει σχολείο. Η σχολική άρνηση ποικίλει ανάλογα με το την ηλικία του παιδιού, την οικογενειακή δομή, την προσωπικότητα που έχει διαμορφωθεί στο παιδί, τις σχολικές συνθήκες και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.

Η σχολική άρνηση παρατηρείται σχεδόν εξίσου σε αγόρια και κορίτσια, πιο πολύ στα μοναχοπαίδια ή το τελευταίο παιδί. Έτσι διακρίνουμε τη σχολική άρνηση σε τρεις μορφές :

(α) εκείνη που παρουσιάζεται με την είσοδο στην 1η δημοτικού ή στο νηπιαγωγείο-παιδικό σταθμό,

(β) εκείνη της 3ης-4ης ή και άλλης τάξης του δημοτικού και

(γ) εκείνη της προεφηβείας και εφηβείας.

Στην ηλικία των 5-6 ετών, όταν το παιδί πάει για πρώτη φορά στο σχολείο, η άρνηση του εκδηλώνεται με δισταγμό να ξεκινήσει και με σημεία άγχους όσο πλησιάζει η ώρα ή πιέζεται από τους γονείς, που μπορεί να κορυφωθούν σε πανικό. Πολλά παιδιά τελικά δεν ξεκινούν καν για το σχολείο ή στο μισό δρόμο θέλουν να γυρίσουν ή μόλις μπουν στην τάξη τρέχουν πίσω στη μητέρα τους, ενώ αρκετά τη θέλουν να καθίσει δίπλα. Τα περισσότερα λένε ότι θέλουν να πάνε στο σχολείο ενώ το επόμενο πρωί νιώθουν άγχος. Υπάρχουν αβάσιμοι φόβοι στο παιδί ότι θα χάσει τη μητέρα του ή άλλο συγγενικό πρόσωπο, γι’ αυτό και όσο μένει στο σπίτι προσκολλάται στη μητέρα. Το βράδυ τη θέλουν δίπλα τους για να κοιμηθούν και συχνά έχουν εφιάλτες ή νυχτερινή ενούρηση. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ή την ώρα που γίνεται προσπάθεια να ξεκινήσουν για το σχολείο παραπονούνται για πονοκεφάλους, κοιλιακά άλγη, εμετούς, «ζάλη» ή ταχυπαλμίες. Ανάλογες αντιδράσεις στα μικρά παιδιά αποτελούν μια αγχώδη διαταραχή αποχωρισμού από τη μητέρα.

Στην κατάσταση αυτή εκτός από τη σχολική άρνηση μπορεί να υπάρχει δυσκολία και σε άλλους αποχωρισμούς, όπως να πάει το παιδί σ’ ένα συγγενή, να φύγει η μητέρα για ένα ταξίδι, να μείνει το παιδί σε κατασκήνωση το καλοκαίρι, κλπ. Το παιδί πολλές φορές μπορεί να θεωρήσει εχθρό όποιον επιμένει να το αποχωριστεί, ακόμη και την αγαπητή μητέρα, που μπορεί να την χτυπήσει, κλπ, ενώ θα κρεμαστεί επάνω της. Εκτός από το άγχος, τις υπόλοιπες ώρες τα παιδιά μπορεί να έχουν επίμονους φόβους ότι κάποιος θα τα κλέψει, κάποιος θα μπει στο σπίτι, κατά τέτοιο τρόπο που δείχνει μια βαθύτερη ενοχή του παιδιού για ανάμεικτα συναισθήματα  προς τους γονείς.

Στα παιδιά με αγχώδη αντίδραση αποχωρισμού η συμπεριφορά των γονέων, και κυρίως της μητέρας, είναι εκείνη που διαμορφώνει την κατάσταση ώστε να επιτείνεται αντί να σταματά. Τις περισσότερες φορές η μητέρα άθελα της, προσκολλάτε στο παιδί και συχνά γίνεται υπερπροστατευτική. Η αγωνία των μητέρων αυτών τις ωθούν σε υπερβολική φροντίδα για την υγεία του παιδιού («μην κρυώσει, μην ιδρώσει, μην χτυπήσει») που του δημιουργούν ανασφάλεια και την αίσθηση ότι μόνο κοντά στη μητέρα θα έχει ότι θέλει γεγονός που του επιτείνει την απαιτητικότητα παράλληλα με το φόβο αποχωρισμού.

Μια άλλη διαταραχή του χαρακτήρα στη προσχολική ηλικία, που οδηγεί σε σχολική άρνηση, είναι η αποφευκτική προσωπικότητα. Πρόκειται για παιδιά που έχουν υπερβολική δυσκολία να έρθουν σε επαφή και επικοινωνία με ξένους, ακόμη και με την παρουσία της μητέρας. Δεν είναι θέμα αποχωρισμού από τη μητέρα, διότι μπορεί να βγει το παιδί, για παράδειγμα με ένα συγγενή για ένα περίπατο, αλλά θα αποφύγει να παίξει ή να πλησιάσει άλλα παιδιά με φόβο και ντροπή. Είναι συνήθως συναισθηματικά παιδιά και με λίγους έχουν θάρρος να τρέξουν στην αγκαλιά τους, να παίξουν, κλπ. Με συνομηλίκους έχουν ιδιαίτερη δυσκολία, μπορεί να παρακολουθούν το παιχνίδι από μακριά με ενδιαφέρον, αποφεύγοντας να πλησιάσουν και τότε παραμένουν θλιμμένα και στεναχωρημένα. Ένα παιδί με αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας ξαφνιάζεται μπροστά στην απότομη παρουσία ενός ξένου και μπορεί να «χάσει τα λόγια του» ή να παρουσιάσει εκλεκτική αλαλία για μερικές μέρες ή ώρες.

Στην δεύτερη ηλικιακή ζώνη εμφάνισης σχολικής άρνησης(στο 7ο-8ο έτος της ηλικίας και γενικά στις τάξεις του δημοτικού μετά την 1η) είναι δυνατό να υπάρχουν δυσκολίες από παιδιά που και κατά την πρώτη είσοδο τους είχαν άγχος αποχωρισμού, αλλά χαρακτηριστικότερη είναι η σχολική φοβία. Με τον όρο αυτό είναι προτιμότερο να εννοούμε το συγκεκριμένο φόβο που αναπτύσσεται στο παιδί μόνο όταν πρέπει αν πάει σχολείο και όχι σε κάθε αποχωρισμό από τη μητέρα ή σε συνάντηση με ξένους. Έτσι είναι δυνατό ένα παιδί που μετά την εγγραφή του πήγε άνετα τον πρώτο ή τον δεύτερο χρόνο στο σχολείο, σε κάποιον επόμενο ή και στη μέση της χρονιάς να φοβάται να πάει, γιατί συνέβη ένα δυσάρεστο γεγονός, όπως : μια αλλαγή δασκάλου, μετακόμιση σε άλλη γειτονιά, εγκατάλειψη από ένα φίλο, αρρώστια του παππού και μεταφορά του σε νοσοκομείο, ένας έντονος καβγάς γονέων, απαιτητικότητα του πατέρα για κάποια μαθήματα, μια αρρώστια του ίδιου του παιδιού ή ενός αδερφού.

Ο τρόπος υποδοχής του παιδιού στο σχολείο από τους δασκάλους, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά, το επίπεδο γνώσεων των άλλων, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, αλλά κυρίως η αυστηρότητα ή αδικία που πιστεύει ότι συναντά, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά τις αντιδράσεις ενός μαθητή.

Στην εφηβεία και στην προεφηβεία η σχολική άρνηση μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους. Είναι δυνατόν ένα προβληματικό παιδί που είχε δείξει το άγχος του και τη ανησυχία του κατά την είσοδο του στο νηπιαγωγείο ή στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, να παρουσιάσει ανάλογους φόβους και κατά την είσοδο του στο γυμνάσιο, ανάμεσα σε καινούργιο περιβάλλον και με απαιτήσεις για περισσότερο υπεύθυνη μελέτη.

Μια άλλη συνηθισμένη ηλικία εκδήλωσης σχολικής άρνησης είναι γύρω στο 15ο έτος και οι αιτίες μπορούν να ταξινομηθούν σε δυσχέρειες στην απόδοση, ψυχικές παθήσεις και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Η δυσχέρεια στην απόδοση είναι φυσικό να συμβαίνει σε παιδιά με μεθοριακή νοημοσύνη, οπότε αισθάνονται αποτυχημένα. Πολλές φορές από το σπίτι τα υποτιμούν και τελικά αυτά αρνούνται να φοιτήσουν. Αλλά και καλοί μαθητές μπορούν αντίστοιχα να θέλουν να διακόψουν, όταν από ναρκισσισμό ή υπεροψία θέλουν να είναι πρώτοι και οι άλλοι δεν τους το αναγνωρίζουν , ή άλλοτε όταν από άγχος πράγματι δεν αποδίδουν όσο  πριν και φοβούνται τον ανταγωνισμό. Η στάση των καθηγητών αλλά και των γονιών είναι πολύ σημαντική σε τέτοια περιστατικά.

Οι κυριότερες παθήσεις που οδηγούν σε φόβο και εγκατάλειψη του σχολείου στη μέση εκπαίδευση είναι η αγχώδης κατάθλιψη. Στις αγχώδεις καταθλίψεις προϋπάρχει σ’ ένα μεγάλο ποσοστό ο ψυχοκοινωνικός παράγοντας και χρειάζεται διερεύνηση των οικογενειακών συνθηκών. Ο έφηβος στην κατάθλιψη θα ελαττώσει γενικά τις δραστηριότητες του, δεν θα ευχαριστηθεί με τίποτε, θα κλειστεί και θα απομονωθεί σιγά-σιγά, θα δυσφορεί για τις συμβουλές των άλλων και πολλές φορές μπορεί να έχει σκέψεις αυτοκτονίας.

Τα δύο τρίτα των αντικοινωνικών παιδιών έχουν κακή ή πολύ κακή επίδοση με αποτέλεσμα λίγα να φτάνουν μέχρι το γυμνάσιο. Πολλά διακόπτουν στη συνέχεια, κυρίως όταν παραμένουν στάσιμα, είτε με κάποια άλλη ευκαιρία, όπως η διάλυση της οικογένειας ,μετά από διαπληκτισμούς. Ο έφηβος ξεκινά με αδικαιολόγητες απουσίες, περιπλανάται μακριά από το σχολείο βρίσκοντας εξωσχολικές παρέες σε καφετέριες, «ποδοσφαιράκια», internet café και άλλα μέρη ψυχαγωγικού χαρακτήρα, ψευδόμενος προς το γονέα ότι ήταν στο σχολείο και τελικά δηλώνει ότι διακόπτει το σχολείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει έλλειψη φροντίδας και ορθής πειθαρχίας από τους γονείς και ο χαρακτήρας του παιδιού διαμορφώνεται εριστικός και παρορμητικός.

Σε μικρότερα παιδιά με άγχος αποχωρισμού ή γνήσια σχολική φοβία η συμμετοχή της οικογένειας έχει μεγάλη σημασία. Είναι πολύ σημαντική η συμβουλή ενός ειδικού επιστήμονα μέσω της μεθόδου οικογενειακής ή ατομικής ψυχοθεραπείας, για να λυθούν τα πιθανά αίτια άγχους που βρίσκονται μέσα στις οικογενειακές σχέσεις.

Η επιλογή του κατάλληλου χρόνου της πρώτης προσπάθειας να ξαναπάει το παιδί στο σχολείο είναι αρκετά σημαντική, καθώς και το ποιοι θα το συνοδεύσουν πάντα σε συνεννόηση με το δάσκαλο. Χρειάζεται σταθερή προώθηση χωρίς πιέσεις και φοβέρες, ενώ παράλληλα θα έχει εξομαλυνθεί το οικογενειακό κλίμα. Καθυστέρηση στην προώθηση του παιδιού μπορεί να το δυσκολέψει ακόμη περισσότερο αργότερα, επειδή μένει πίσω στα μαθήματα, χάνει φίλους, στερείται παιχνίδια.

Τα αποτελέσματα είναι συνήθως πολύ καλά, αλλά όχι πάντα άμεσα, οπότε αυξάνεται η αγωνία των γονέων και δημιουργείται φαύλος κύκλος. Τότε χρειάζεται ευρύτερη συζήτηση των ενδοοικογενειακών προβλημάτων και ίσως χρησιμοποίηση άλλου προσώπου για ώθηση του παιδιού που παρουσιάζεται «πεισμωμένο». Αυτό θα βοηθήσει και την μακροπρόθεσμη πορεία του παιδιού, διότι όταν παραμένουν εσωτερικά, προσωπικά προβλήματα έχει βρεθεί ότι και στην ενήλικη ζωή μπορεί να παρουσιαστούν φοβίες ή αγχώδης μελαγχολία.

Comments are closed.

Μετάβαση στο περιεχόμενο